μάδημα

μάδημα
το
1. το βγάλσιμο τριχών, φτερών, φύλλων κτλ., το ξεπουπούλιασμα.
2. μτφ., η αφαίρεση χρημάτων με επιτήδειο τρόπο: Ύστερα από τέτοιο μάδημα δε θα ξαναπάμε σ’ αυτό το μαγαζί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάδημα — και μάδισμα, το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων 2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω] …   Dictionary of Greek

  • μαδιστήριον — μαδιστήριον, τὸ (Α) [μαδίζω] 1. εργαλείο για μάδημα τών τριχών, τριχολαβίδα 2. τόπος όπου γίνεται μάδημα τών τριχών …   Dictionary of Greek

  • αποψίλωση — η (AM ἀποψίλωσις) 1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της 2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι αρχ. 1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα 2. (για αμπέλι) απογύμνωση από… …   Dictionary of Greek

  • απότιλμα — ἀπότιλμα, το (Α) [αποτίλλω] αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί («γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ. ξέφτια από παλιοσακούλες) …   Dictionary of Greek

  • εκφύλλιση — η αποβολή ή κόψιμο τών φύλλων, τών φυτών ή τών λουλουδιών, μάδημα, ξεφύλλισμα …   Dictionary of Greek

  • μάδηση — και μάδιση, η (AM μάδησις, Α και μάδισις) [μαδώ] το μάδημα, η πτώση ή αφαίρεση τών τριχών, η φαλάκρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδηση < μαδώ, ενώ ο τ. μάδιση < μαδίζω] …   Dictionary of Greek

  • μάδισμα — το (Μ μάδισμα) [μαδίζω] 1. μάδημα, ξερίζωμα τριχών, μαλλιών 2. μτφ. καρποί που έπεσαν στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • μάδος — μάδος, ὁ (Α) 1. λευκή άμπελος («μάδος ἀπὸ βυρσοδεψῶν καταντλούμενος», Διοσκ.) 2. η μαδωνάις,* το φυτό νυμφαία 3. (κατά τον Ησύχ. ως ουδ.) τὸ μάδος εργαλείο για το μάδημα τών τριχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < μαδῶ] …   Dictionary of Greek

  • μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …   Dictionary of Greek

  • ξεπουπούλιασμα — το [ξεπουπουλιάζω] 1. η αφαίρεση τών φτερών πτηνού, μάδημα 2. ξεμάλλιασμα κατά τον καβγά 3. απόκτηση φτερών 4. οικονομική αφαίμαξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”